- συμπαχύνω
- Α1. συμπυκνώνω («ψῡξις γενομένη συνεπάχυνε τὸ γάλα», Ιπποκρ.)2. παθ. συμπαχύνομαιαυξάνομαι, μεγαλώνω συγχρόνως («τῇ σελήνῃ ὁ αἴλουρος συμπαχύνεται», Δημήτρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παχύνω «ενισχύω, δυναμώνω, συμπυκνώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.